- φιλοπάρθενος
- -ον, Α1. αυτός που αγαπά τα νεαρά κορίτσια («θεός ἐστι φιλοπάρθενος», Αχιλλ.)2. αυτός που αγαπά την παρθενική αγνότητα («παρθένος αὕτη καὶ φιλοπάρθενος», Δαμασκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + παρθένος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοπάρθενος — loving virgins masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπάρθενον — φιλοπάρθενος loving virgins masc/fem acc sg φιλοπάρθενος loving virgins neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαρθένου — φιλοπάρθενος loving virgins masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαρθένους — φιλοπάρθενος loving virgins masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπάρθενε — φιλοπάρθενος loving virgins masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek